VEILED - ορισμός. Τι είναι το VEILED
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:     

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι VEILED - ορισμός


Veiled         
WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Veiled (disambiguation)
·adj Covered by, or as by, a veil; hidden.
II. Veiled ·Impf & ·p.p. of Veil.
veiled         
WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Veiled (disambiguation)
1.
A veiled comment is expressed in a disguised form rather than directly and openly.
He made only a veiled reference to international concerns over human rights issues...
This last clause is a thinly-veiled threat to those who might choose to ignore the decree.
ADJ: ADJ n
2.
A woman or girl who is veiled is wearing a veil.
A veiled woman gave me a kindly smile.
ADJ
veiled         
WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Veiled (disambiguation)
adjective partially conceal or disguise:

Βικιπαίδεια

Veiled
To be veiled, is to wear a veil
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για VEILED
1. Danone International dismissed the veiled accusations.
2. VEILED WARNING On Iran, Putin again sidestepped open criticism, making only a veiled warning to Washington not to take military action against Iran over its nuclear ambitions.
3. Not–so–veiled threat to Christianity Ben Elton is right.
4. Inside the Ozkans‘ apartment, weeping veiled women comforted one another.
5. Pope‘s message contains veiled criticism of US ‘terror‘ tactics 4.